καταναλώσαντες

καταναλώσαντες
κατανᾱλώσαντες , καταναλίσκω
use up: aor part act masc nom /voc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταναλώσαντες — κατανᾱλώσαντες , καταναλίσκω use up aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”